-
1 дерево
дерево с 1) το δέντρο 2) (материал ) το ξύλο сделанный из \деревоа καμωμένος από ξύλο* * *с1) το δέντρο2) ( материал) το ξύλοсде́ланный из де́рева — καμωμένος από ξύλο
-
2 палка
палка ж 1) το ραβδί, το ξύλο- лыжная \палка η χιονοδρομική ράβδος 2) (трость ) το μπαστούνι* * *ж1) το ραβδί, το ξύλοлы́жная па́лка — η χιονοδρομική ράβδος
2) ( трость) το μπαστούνι -
3 избивать
изби||ватьнесов ξυλοκοπώ, δέρνω ἀνηλεώς, χτυπώ:\избивать до полусмерти σκοτώνω στό ξύλο, ἀφήνω ἀναίσθητο ἀπ' τό ξύλο. -
4 дерево
-а, πλθ. деревья, -ьев к. παλ. дерева, -рв ουδ.1. δέντρο•хвойные -ья κωνοφόρα δέντρα•
фруктовое дерево οπωροφόρο δέντρο.
|| κορμός δέντρου (χωρίς κλαδιά).2. ξυλεία, ξύλο•красное дерево το ανακάρδιο, ακάιο ξύλο, μαόνι•
чрное дерево έβενος, αμπαζόνι.
εκφρ.родословное дерево – γενεαλογικό δέντρο•за -ьями ή из-за -ьев леса не видеть – βλέπω το δέντρο και δε βλέπω το δάσος (επισημαίνω μικροπράγματα και δε βλέπω το βασικό, το γενικό). -
5 выстрел
1. (часть рангоута судна) το δοράτιο, ο απώστης, ο κέρκος/η μπούμα της ράδαςшлюпочный - η λεμβούχος, η βαρδαλάντσα2. (оружия) η βολή, ο πυροβολισμός, (пушки) о κανονιοβολισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выстрел
-
6 дерево
1. (растение) το δένδρο/δέντρο-, предназначенное к рубке - προς κοπήνжелезное - см. бакаутлиственное{}листопадное{} - φυλλοφόρο -низкорослое - θαμνώδους μορφής, νανώδες -оливковое - το ελαιόδεντρο, η ελιάсандаловое{}санталовое{} - см. сандалтутовое - см. шелковица2. (древесина) το ξύλο, η ξυλείαкрасильное - βαφής (χρησιμοποιούμενο λόγω των ιδιοτήτων του ως ύλη χρωματισμού)3. анат. (бронхиальное) το βρογχικό δένδρο 4. (родословное) το γενεαλογικό δένδρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дерево
-
7 деревянный
(сделанный из дерева) ξύλινος, από ξύλο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деревянный
-
8 долбить
1. мет-об. εντέμνω, εγκόπτω, αυλακώνω 2. дер.-об. σκαλίζω (το ξύλο), λαξεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > долбить
-
9 затёсывать
1. (делать тоньше, уже) πελεκώ (ξύλο ή δέντρο) 2. (делать затес) κάνω χαρακιάσημαδεύωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > затёсывать
-
10 ксилогравюра
η ξυλογραφία, το ξυλο-γράφημα (αντικείμενο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ксилогравюра
-
11 морилка
το στυπτήριο, το στύμμα, το (υγρό) συντηρητικό του ξύλουтравить (дерево) - ой βάφω το ξύλο με συντη-ρητική/προστυμματική/δηκτική ουσία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > морилка
-
12 пила
το πριόνι- по металлу - κοπής μετάλλων, το σιδηροπρίονοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пила
-
13 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
-
14 бекас
бекасм (птица) ἡ μπεκάτσα, ἡ ξυλό-κοττα, ὁ σκολοπαξ, ἡ σκολορθα -
15 бок
бокм1. (сторона) ἡ πλευρά, τό πλάγιο[ν] μέρος:по \бокам (чего́-л.) ἀπό τά δύο μέρη, ἀπό τίς δυό πλευρές; вид с \боку ἡ ἄποψη ἀπ' τά πλάγια, ἡ πλαγία ἀποψη;2. (человека, животных) τό πλευρό[ν]:у меня колет в \боку́ μέ σουβλίζει τό πλευρό μου; ◊ \бок ὁ \бок πλάϊ-πλάϊ, δίπλα; под \боком πολύ κοντά, δίπλα, κολλητά; намять \бока кому́-л. разг ξυλοκοπώ, σπάζω στό ξύλο; схватиться за \бока (сильно смеяться) ξεκαρδίζομαι; взять кого-л. за \бока разг ὑποχρεώνω (или καταναγκάζω) κάποιον. -
16 выдалбливать
выдалбливатьнесов κοιλαίνω, λαξεύω, γλύφω (ξύλο). -
17 дерево
деревос1. τό δέντρο[ν]·2. (материал) τό ξύλο[ν]:красное \дерево τό μαόνι, τό ἀκα-γιού, τό ἀκάϊον ξΰλον черное \дерево ὁ ἐβενος· ◊ родословное \дерево τό γενεαλογικό δέντρο. -
18 деревянный
деревянн||ыйприл1. ξύλινος, ξυλένιος:\деревянныйые части τά ξύλινα ἐξαρτήματα·2. перен σκληρός, ἀκαμπτος, σάν ξύλο:\деревянныйое лицо́ πρόσωπο χωρίς ἐκφραση· ◊ \деревянныйое масло τό καντηλόλαδο. -
19 деревяшка
деревяшкаж1. τό ξύλο, τό κούτσουρο·2. (деревянная нога) разг τό ξύλινο πόδι. -
20 дуб
дубм (дерево, материал) ἡ βελανιδιά, ἡ δρυς:пробковый \дуб ἡ φελλόδρυς· каменный \дуб τό πουρνάρι, ὁ πρίνος, τό ρουπάκι· изделия из \дуба ἀντικείμενα ἀπό ξύλο βελανιδιάς, δρύϊνα ἀντικείμενα.
См. также в других словарях:
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
ξύλο — το 1. το μέρος του δέντρου κάτω από τη φλούδα του. 2. κομμάτι από κομμένο δέντρο. 3. κούτσουρο, ύλη για κάψιμο. 4. μτφ., ξυλοκόπημα, δαρμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγελίνης, ξύλο — Σκληρό και ελαστικό κόκκινο ξύλο του δέντρου που είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία ανδίρα η ανάκανθος, το οποίο φυτρώνει στη Νότια Αμερική. Το ξύλο αυτό είναι πολύ χρήσιμο στην επιπλοποιία … Dictionary of Greek
αιματόξυλο ή καμπεχιανό ξύλο — Κεντρικό μέρος του κορμού από το δέντρο της Κεντρικής Αμερικής και των Αντιλλών α. το καμπεχιανό (οικογένεια ελλοβοκάρπων, δικοτυλήδονα), από το οποίο παρασκευάζεται η αιματοξυλίνη. Η ουσία αυτή χρησιμεύει για το βάψιμο επιστημονικών… … Dictionary of Greek
ξυλιάζω — [ξύλο] 1. γίνομαι σκληρός και άκαμπτος σαν το ξύλο («ξύλιασαν τα πόδια μου από το κρύο») 2. καθιστώ κάποιον ή κάτι σκληρό και άκαμπτο όπως το ξύλο («το ξεροβόρι μού ξύλιασε τη μύτη») 3. ξυλοκοπώ, δέρνω … Dictionary of Greek
παλίσσανδρο — Ξύλο από εξωτικά φυτά, πολύ χρήσιμο στην επιπλοποιία. Το γνωστότερο είναι το π. της Βραζιλίας, ξύλο, βαρύ, σκληρό σε διάφορα χρώματα, κυρίως σοκολατόχρωμο, γκρίζο, ακόμα και μαυροκόκκινο, και το π. της Ονδούρας, που αν και έχει πολύ χοντρές ίνες … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
ξυλογραφία — Χαρακτική σε ξύλο. Τα καταλληλότερα ξύλα είναι η αχλαδιά, η μηλιά, η κερασιά, το τσιμισίρι, η συκομουριά και γενικά τα σκληρά και όχι εύθραυστα ξύλα. Υπάρχουν δύο τύποι ξ.: η ξ. σε όρθιο ξύλο και η ξ. σε πλάγιο ξύλο. Στην ξ. σε όρθιο ξύλο η… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του … Dictionary of Greek
ιστιοδρομίες — Δραστηριότητα που αναπτύσσεται στη θάλασσα ή σε εσωτερικά ύδατα με ιστιοφόρα για λόγους ψυχαγωγίας ή για τη διεξαγωγή αγώνων ταχύτητας μεταξύ των σκαφών. Τα σκάφη που χρησιμοποιούνται για ι. μπορεί να ταξινομηθούν σε σκάφη ενός τύπου ή μονότυπα,… … Dictionary of Greek